επιπλωμένος

επιπλωμένος
η , ο[ν] меблированный;

επιπλωμένο δωμάτιο — меблированная комната


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "επιπλωμένος" в других словарях:

  • ανεπίπλωτος — η, ο ο μη επιπλωμένος, ο χωρίς έπιπλα …   Dictionary of Greek

  • καθιστικός — ή, ό [καθιστός] 1. αυτός που κάθεται συχνά, αυτός που περπατά ελάχιστα («καθιστικός άνθρωπος») 2. αυτός που γίνεται χωρίς πολλές μετακινήσεις, εδραίος («καθιστικό επάγγελμα») 3. το ουδ. ως ουσ. το καθιστικό δωμάτιο στο οποίο συνηθίζει να… …   Dictionary of Greek

  • επιπλώνομαι — επιπλώνομαι, επιπλώθηκα, επιπλωμένος βλ. πίν. 4 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • επιπλώνω — επίπλωσα, επιπλώθηκα, επιπλωμένος, μτβ., εφοδιάζω κατοικία ή γραφείο με τα αναγκαία έπιπλα: Δωμάτιο επιπλωμένο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υποδοχή — η 1. προϋπάντηση, καλωσόρισμα: Πήγαν στην αποβάθρα για την υποδοχή του υπουργού. 2. ο τρόπος, η διάθεση ή η αντίδραση με την οποία δέχεται κανείς κάποιον ή κάτι: Του έκανε άσχημη υποδοχή η γυναίκα του. 3. ιδιαίτερος χώρος σε κατοικία, το καλό… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»